ἀωρί

ἀωρί
ἀωρί (
A

-εί PFay.19.2

(ii A. D.)), Adv. of ἄωρος, at an untimely hour, too early, Heraclid.Com.1.2, Luc.Bis Acc.1, AP12.116;

ἀ. θανάτῳ ἀπέθανεν Ar.Fr.663

cod.; νυκτὸς ἀωρί at dead of night, Theoc.11.40, 24.38;

ἀωρὶ τῶν νυκτῶν Antipho 2.1.4

, 2.4.5; ἀωρὶ νύκτωρ (v.l. νυκτῶν) Ar.Ec.741, Phalar.Ep.141.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀωρί — at an untimely hour indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νωρίς — και ενωρίς επίρρ. 1. προτού έλθει ή προτού περάσει ο καθορισμένος χρόνος, γρήγορα (α. «έφυγε νωρίς από τη δουλειά του» β. «είναι πολύ νωρίς ακόμη για να εμφανιστεί») 2. έγκαιρα, πάνω στην ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ενωρίς σχηματίστηκε από τη φρ. ἐν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”